-
1 μονομαχος
I2(ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве(προστάται Aesch.)
μονομάχον ἐπὴ φρέν΄ ἐλθεῖν Eur. — придумать единоборство;II -
2 μονόμαχος
A fighting in single combat,μ. προστάται A.Th. 798
; (lyr.); μονομάχου δι' ἀσπίδος, i. e. in single combat, Id.Heracl. 819;μονομάχῳ δορί Id.Ph. 1325
;μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ar.Fr. 558
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόμαχος
-
3 Single combat
subs.P. μονομαχία, ἡ (Hdt.).By single combat: V. μονομάχου διʼ ἀσπίδος, μονομάχῳ δορί.To guide the ranks or the spear in single combat? V. λόχων ἀνάσσειν, ἢ μονοστόλου δορός; (Eur., Phoen. 742).Champions in single combat: V. μονομάχοι προστάται οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Single combat
См. также в других словарях:
μονομάχος — (λατ. gladiator). Πρωταγωνιστής ενός θεάματος πάλης κατά ζεύγη, που ήταν πολύ δημοφιλές στη Ρώμη από τον 2o αι. π.Χ. Οι αγώνες αυτοί, πιθανότατα ετρουσκικής καταγωγής, γίνονταν στα αμφιθέατρα και είχαν, στην αρχή, νεκρώσιμο χαρακτήρα, συνδεόμενοι … Dictionary of Greek